- Μηδίς
- Μηδ-ίς (sc. γυνή), ίδος, ἡ,A Median woman, Hdt.1.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μηδίς — Median woman fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδίς — η (Α Μηδίς και Μήδισσα) βλ. Μήδος … Dictionary of Greek
Μηδίδος — Μηδίς Median woman fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήδος — ο, θηλ. Μηδίς (Α Μῆδος, θηλ. Μηδίς και Μήδισσα, Μ Μήδιος) ο κάτοικος τής Μηδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μηδία. Το θηλ. Μηδίς < Μῆδος + επίθημα ίς (πρβλ. Ελλην ίς)] … Dictionary of Greek
Μηδ' — Μηδί , Μηδίς Median woman fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)